- χίραμα
- χίραμα, ατος, τό, a disease in horses' feet, Hippiatr.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χίραμα — άματος, τὸ, ΜΑ ασθένεια τών ποδιών τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + κατάλ. μα (πρβλ. φλέγ μα)] … Dictionary of Greek
χιράματα — χίραμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιράματος — χίραμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιράς — και χειράς, άδος, ἡ, Α ραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ άς, νεκ άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της.… … Dictionary of Greek